καλολέγω

καλολέγω
καλολέγω (Μ)
βλ. καλολέω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • καλολέγω — και καλολέω καλόειπα και καλοείπα, καλοειπώθηκα, καλοειπωμένος, λέω κάτι καλά: Η πρότασή σου είναι καλοειπωμένη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καλολέω — (Μ καλολέγω) 1. διηγούμαι κάτι πιστά, με σαφήνεια και ακρίβεια 2. συμπληρώνω τα λόγια μου, αποτελειώνω τη φράση μου 3. λέω κάτι με σοβαρότητα και επιμονή …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”